- μπούστο
- buste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπούστο — μπούστο, το και μπούστος, ο (λ. ιταλ.) 1. το τμήμα του σώματος από το λαιμό ως τη μέση, ο κορμός. 2. γυναικείο εφαρμοστό ρούχο ή εσώρουχο, στηθόδεσμος. 3. προτομή αγάλματος: Στην πλατεία τοποθέτησαν το μπούστο ενός ήρωα της επανάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ιόκολπος — ἰόκολπος, ον (Α) ἰόζωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + κόλπος «μπούστο»] … Dictionary of Greek
μπούστος — ο, και μπούστο, το 1. το τμήμα τού σώματος από τον λαιμό μέχρι τη μέση, ο κορμός, το κορμί 2. είδος γυναικείου ενδύματος που περιβάλλει σφιχτά αυτό το τμήμα τού σώματος 3. προτομή, άγαλμα που παριστάνει άνδρα ή γυναίκα όχι με ολόκληρο το σώμα,… … Dictionary of Greek
προτομή — Γλυπτική αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος από το στήθος και πάνω, που είναι το αντίστοιχο της προσωπογραφίας στη ζωγραφική. Το είδος είναι τυπικά ρωμαϊκό, οι αρχές του όμως μπορεί να αναζητηθούν στα αρχαία αιγυπτιακά νεκρικά προσωπεία, ενώ… … Dictionary of Greek
Κρέσπι, Ντανιέλε — (Daniele Crespi, Μπούστο Αρσίτσιο, περ. 1595 – Μιλάνο 1630). Ιταλός ζωγράφος. Διαμόρφωσε την αντίληψή του για τη ζωγραφική υπό την επίδραση του πατέρα του, Τζοβάνι Μπατίστα Κρέσπι, μολονότι δάσκαλός του υπήρξε ο Τζούλιο Προκατσίνι. Θεωρείται ένας … Dictionary of Greek